Πέρναγε μπροστά από το σπίτι μας σχεδόν καθημερινά απογευματινές ώρες, μια κοπέλα, πρέπει να ήταν μικρή σε ηλικία, αλλά ξέρετε στα παιδιά όλοι φαντάζουν πολύ μεγαλύτεροι και πράγμα μάλλον ασύνηθες για την περιοχή, φόραγε καλά ρούχα, στενό φουστάνι και γόβες και ήταν πάντα περιποιημένη στο πρόσωπο. Ίσως να λικνίζονταν και λίγο παραπάνω από το επιτρεπόμενο για την εποχή!
Κάθε φορά όταν την βλέπαμε, βγαίναμε με την αδελφή μου στην πόρτα και αρχίζαμε να την κοροϊδεύουμε, φωνάζοντάς της «κουνίστρω .. κουνίστρω». Ε.. παιδιά είμαστε και κάτι θα είχαμε ακούσει φαίνεται από κάποιον μεγαλύτερο. Μόλις το φωνάζαμε το «κουνίστρω» μερικές φορές μπαίναμε μέσα στο σπίτι και κλείναμε την πόρτα και χανόμαστε στο βάθος. Δυό και τρεις φορές είχε σταματήσει και με είχε κοιτάξει (θυμάμαι το βλέμμα της) και με είχε απειλήσει με το δίκιο της «θα σου ρίξω ένα μπάτσο και θα σε κολλήσω στο τοίχο». Ώσπου μια φορά τόπε και τόκανε. Κινήθηκε γρήγορα προς εμάς, η αδελφή μου πρόλαβε και κρύφτηκε στο σπίτι κλείνοντας και την πόρτα πίσω της κι εγώ απέμεινα σαν χάνος να κοιτάω την κοπέλα. Μούριξε ένα μπάτσο και όπως ήμουν κολλημένος στον πλαινό τοίχο της εισόδου, το μπάτσο το έφαγα στο αριστερό μάγουλο, αλλά πιο πολύ πόνεσε το δεξί που κόλλησε στον τοίχο!
Από τότε σέβομαι πολύ όσες γυναίκες «κουνιούνται» υπερβολικά όταν περπατούν στον δρόμο...
αναδημοσίευση από ανάρτηση χρήστη στην ομάδα Σεπόλια city στο facebook