sepolia logo

Τρείς "καθημερινές" ιστορίες, σαν κι αυτές που ακούμε ή βλέπουμε συχνά. Έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους; Άλλη από την σκληρότητά τους; Έχουν. Έχουν ότι τις ακούμε ή τις βλέπουμε και λίγο μας αγγίζουν πιά.

Σε μεγάλο κρατικό νοσοκομείο της Αθήνας η σκηνή. Το νοσοκομείο παραμονές δεκαπενταύγουστου είχε μεγάλο αριθμό εξιτηρίων. Πολλοί ασθενείς φρόντισαν να περάσουν την γιορτή με τους δικούς τους. Αλλά ταυτόχρονα είχε και μεγάλο αριθμό εισαγωγών. Τόσες εισαγωγές που τα ράντσα στους διαδρόμους ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Σε κάποια κλινική μέτρησα 9 ράντσα στο διάδρομο. Στον θάλαμο με ασθενείς μπαίνει η νοσοκόμα. Με γρήγορες κινήσεις προσπαθεί να κάνει την δουλειά της, να αλλάξει τον ορό κάποιου αρρώστου. Η εξουθένωση φαίνεται στο προσωπό της και στις κινήσεις της. Κάποιος την ρώτησε: "Πολλή δουλειά σήμερα ε; γεμίσατε ράντσα. Και οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Παραμονές δεκαπενταύγουστου...". Αυτή κάγχασε. "Χα... κάθε χρόνο το ίδιο γίνεται. Έρχονται και τους ακουμπάνε οι συγγενείς τους για λίγες μέρες για να πάνε οι ίδιοι διακοπές". Σιγή.

Ήξερε; πράγματι έτσι γίνεται; Δεν ήξερε τίποτα κι απλώς αυτά που είπε ήταν οι υπερβολές που διαδίδονται σε κάθε επαγγελματικό χώρο; Δεν ξέρω.

>>>>>>>>>>>>

Στο ίδιο κρατικό νοσοκομείο, στο ασανσέρ των 8 ατόμων. Η παχουλή, ροδοκόκκινη γυναίκα, ηλικίας περίπου 50 ετών, κατέβαινε στο ισόγειο και ξαφνικά άρχισε να σταυροκοπιέται. "Αχ παναγιά μου, κάνε το θαύμα σου και βοήθησε την γιαγιά να ζήσει", είπε με σπασμένα ελληνικά. Ένα δάκρυ έτρεξε από το πρόσωπό της. Γιαγιά; Ύστερα από λίγο όλοι είχαν καταλάβει. Άραγε ευχόταν να ζήσει η γιαγιά, επειδή την συμπονούσε και την αγαπούσε; Ή ευχόταν να ζήσει η επιχείρηση, όπως θα μπορούσε να ευχηθεί από την καρδιά του ο κάθε εργαζόμενος σε ένα υπερχρεωμένο και με αναδουλειές εργοστάσιο, για να μην μείνει ο ίδιος άνεργος; Ή και τα δύο;

>>>>>>>>>>>>

sklires istories2

Η γυναίκα είχε έρθει από την Βουλγαρία παράνομα, αρκετά χρόνια πριν, περίπου το 2001. Μέσω ενός εξίσου παράνομου γραφείου εργασίας, βρήκε δουλειά σε ένα σπίτι, σε μιά οικογένεια, κάπου στα βόρεια προάστεια της Αθήνας. Τα μέλη της οικογένειας ήταν έξι. Ένα ανδρόγυνο και 4 παιδιά. Την ταυτότητά της την παρέδωσε στα αφεντικά της, με το που έπιασε "δουλειά". Η γυναίκα από την Βουλγαρία, κοιμόταν στο πλυσταριό στην ταράτσα, μαζί με τον σκύλο. Σε ένα στρώμα πεταμένο κάτω. Φαγητό δεν της έδιναν. Ύστερα από λίγο άρχισε να τρώει τα αποφάγια που έδιναν στον σκύλο. Ο σκύλος απέκτησε ανταγωνιστή.  Τα ρούχα της τα έπλενε στο λεκανάκι που ο σκύλος έπινε νερό. Ρεπό δεν είχε. Κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο απαγορεύονταν. WC δεν είχε. Έκανε την ανάγκη της σε ένα μπουκάλι και σε εφημερίδες, στον ίδιο χώρο που κοιμόταν. Τα λεφτά που έπαιρνε ελάχιστα. Η δουλειά σκληρή και σε συνεχές ωάριο. Όταν μετά από τεσσεράμισυ μήνες κατάφερε να βρει τρόπο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και να απελευθερωθεί, δεν έκανε καμία καταγγελία γιατί και η ίδια ήταν παράνομη. Η σύζυγος από το ζευγάρι που την κρατούσε φυλακισμένη επί μήνες ήταν δασκάλα. Και είχε και τέσσερα παιδιά. Τι είδους γράμματα μάθαινε στους μαθητές της; και τι άνθρωποι θα γίνονταν τα παιδιά της;

Η γυναίκα από την Βουλγαρία σήμερα δεν θέλει να θυμάται αυτήν την ιστορία. Αλλά από το μυαλό της δεν μπορεί να βγάλει τον σκύλο.

 

sepolia.net

Comments powered by CComment