sepolia logo

Αναδημοσιεύουμε ένα χρονογράφημα του Γεώργιου Βλάχου με τίτλο «1η Μαΐου». Γράφτηκε την πρωτομαγιά του 1919 και παραμένει πάντα επίκαιρο. Στην μεταφορά που επιχειρούμε, διατηρήσαμε την ορθογραφία της εποχής, αλλά δυστυχώς δεν έγινε δυνατόν να αποδώσουμε και τα σημεία στίξης που υπήρχαν τότε στην γλώσσα.

Διαβάζοντας αυτό το κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, αντιλαμβάνεται ο καθένας πόσο φτωχοί είμαστε σήμερα, με την ποιότητα των εφημερίδων που έχουν απομείνει και κυρίως με την «ποιότητα» των τηλεοπτικών προγραμμάτων, τα οποία φθάνουν να αναδεικνύουν αστέρες τύπου Φουρθιώτη, ως πρότυπα για την κοινωνία.

Απολαύστε το.

 Εξεστράτευσεν πάλιν χθες βράδυ η ανθρωπότης εις τα περιβόλια. Άνθρωποι κατηφείς, στενοχωρημένοι, άλλοι μόνοι εις υπερήφανον βιττόριαν, άλλοι οικογενειακώς επί νέας σούστας επήγαν να δρέψουν τον Μάην. Ποιόν Μάη;... Εγώ νομίζω ότι τον Μάϊον δεν τον φέρνει το ημερολόγιον. Υπάρχουν βράδυα εις την ζωήν του ανθρώπου, όπου όλα είνε ωραία και όλα είνε άνοιξις. Ο νους φτερουγίζει, η καρδιά χορεύει μενουέτον, το αίμα περνά εύθυμον από τα φλέβας, η σκέψις ανυπαρκτεί. Είνε πρωτομαγιά. Ας ρίχνει ο Ύψιστος όσα θέλει χιόνια εις τα κεραμίδια των σπητιών και ας είνε γυμνή η τριανταφυλλιά του περιβολιού. Εις το φτερούγισμά του διώχνει ο νους τα χιόνια της γης και προσθέτει όσα ρόδα χρειάζεται η τριανταφυλλιά δια ν' ανθίσει. Το ημερολόγιον λέει Δεκέμβριος. Ας πάει να λέη. Όλα είναι εύθυμα μέσα εις το μικρόν δωμάτιον, όπου υπάρχει τζάκι και τα ξύλα τρίζουν, όπου υπάρχει γωνίτσα σκοτεινή, τρίγωνον μικροσκοπικόν που αντιπροσωπεύει κάποτε όλην την γην και ολόκληρο το στερέωμα. Τότε είναι πρωτομαγιά. Και είναι κάθε βράδυ πρωτομαγιά, και δεν έχουν σταματήσει αι ημέραι και οι μήνες και διαμαρτύρεται το μικρό ημερολόγιον, που κρέμεται εις τον τοίχον, και αδιαφορεί το τρίγωνον, διότι αυτό αδιαφορεί δι' όλον τον κόσμον και δι' όλας τα ημέρας.

Τότε μάλιστα!... Φέρτε βιττόριαν με εξ άλογα, φέρτε μπύρες με κατάλευκον αφρόν, κόψτε όλα τα άνθη όλων των περιβολιών, πέστε εις τα βιολιά να παίξουν, διότι έχουν πρωτομαγιά δύο άνθρωποι, χωρίς καμμίαν άσπρην τρίχαν, χωρίς καμμία ρυτίδα, καμμίαν σκέψιν, κανένα μπελάν.

Αλλ' οι άνθρωποι έχουν κανονίσει άλλως τα πράγματα. Όταν έλθη η νενομισμένη στιγμή σταματούν ένα κάρρο, βάζουν επάνω τα βάσανά των, τα θλίψεις των, τας απογοητεύσεις που έχουν από την ζωήν και πηγαίνουν να τα μεθύσουν εις τους Αμπελοκήπους. Μα τους χειάζονται δύο τόνοι οινόπνευμα δια να το κατορθώσουν; Το πίνουν. Μα δεν έχουν κέφι; Θα κάνουν. Και τα χαράματα το κάρρον επιστρέφει πάλιν με τους ίδιους ανθρώπους, τα ίδια βάσανα, με έναν μικροκαυγά και ολίγον πονοστόμαχο επί πλέον, και ξεφορτώνει τους ίδιους ανθρώπους εις την ίδια γειτονιά.
Ο Μάης εκρεμάσθη εις την πόρτα. Το ημερολόγιον είναι σύμφωνον. Η καρδιά όμως σημειώνει Δεκέμβριον, διότι όσοι έχουν πρώτην Μαΐου σήμερον, είνε κλεισμένοι ακόμη εις την σκοτεινήν γωνίτσαν, το αιώνιον τρίγωνον, του οποίου η μία πλευρά έγεινε από τον Αδάμ, η άλλη από την Εύαν και η τρίτη έγινε αργότερα από τον άνθρωπον, με τον οποίον θα απατήσει η Εύα τον Αδάμ.

Γ.Α.Β.